Έχω λοιπόν κάτι φίλους που είναι πορωμένοι με την ιστιοπλοϊα και τη θάλασσα.Εγώ την λατρεύω τη θάλασσα και τα πάμε πολύ καλά, αλλά βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε άμεση επαφή και όχι να βρίσκομαι μέσα σε κάτι που κινήται πάνω της....Με λίγα λόγια έχω βαρεθεί να με πρήζουν κάθε φορά να πάω μαζί τους στις ωραίες βόλτες που οργανώνουν και να προσπαθούν να με πείσουν οτι είναι ψυχολογικό το ότι ζαλίζομαι πάνω σε ότι κινήται και οτι θα το ξεπεράσω μετά τις πρώτες μέρες!!!
Εγώ επειδή δεν είμαι τόσο αρνητικό άτομο και επειδή όσο μεγαλώνω μειώνεται αυτό το φαινόμενο ναυτίας, είπα να δοκιμάσω.
Εντάξει, την πρώτη φορά όλα πήγαν καλά.Ήταν πριν μερικά χρόνια και είχαμε πάει μια ωραία βόλτα μέχρι τον Πόρο και την είχαμε περάσει πραγματικά φίνα.Με είχαν αφήσει να οδηγήσω κι όλας το σκάφος και την είχα καταβρεί.
Ετσι λοιπόν αφού η πρώτη προσπάθεια είχε πάει τόσο καλά και όντας σίγουρη οτι το χω πλεον και ξεπέρασα τα προβλήματα μου είπα να ξανασαλπάρω.
Πριν ένα χρόνο τέτοια εποχή λοιπόν, μαζευτήκαμε τρελοπαρεάκι και οργανώσαμε εκδρομή για Τζια.Δεν είχα πάει κι όλας και γούσταρα πολύ.
Παρασκευή βράδυ.Με περιμέναν όλοι στη μαρίνα του Αλίμου γιατί εγώ δούλευα σερβίροντας σε μια δεξίωση και θα πήγαινα μόλις τελείωνα για να κοιμηθούμε στο σκάφος και να ξεκινήσουμε κατευθείαν νωρίς το πρωί.
Εγώ φυσικά όλο το βράδυ στη δεξίωση κατέβαζα κρασάκια και το μόνο που είχα φάει ήταν κάτι σαντουιτσάκια και φρουτάκια.Κατά τις τρεις λοιπόν που έφτασα στον Άλιμο ήμουν νηστική και μες την τρελή χαρά...λαλαλαααα...!!!
Την έπεσα για ύπνο μιας και οι άλλοι δεν είχαν την όρεξη μου, αφού πήγα και τους ξύπνησα βεβαίως βεβαίως, και πριν προλάβω να κοιμηθώ καλά καλά ξύπνησα απο βήματα πάνω απο το κεφάλι μου και απο κουνήματα μιας και κάποιος είχε βάλει μπροστά τη μηχανή και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει.
Η ώρα 5:30 και ο καυλομένος ο Α. που δεν κρατιόταν είχε ξυπνήσει και ξεκινούσε μόνος του!Η ιδέα βέβαια του να ξυπνήσουμε όλοι εμείς οι αργόσχολοι και να βρισκόμαστε καταμεσής του Σαρωνικού δεν ήταν και άσχημη.....αλλά!Και εδώ αρχίζουν όλα....Εγώ αφού ξύπνησα δεν με ξανα έπερνε ο ύπνος, κι ας είχα κοιμηθεί μόνο δύο ωρίτσες.Συν τοις άλλοις το ότι ήμουν οριζόντια στην κουκέτα μου και κουνιόμουνα δε βοηθούσε και πολύ την κατάσταση.Αποφάσισα να σηκωθώ λοιπόν και να βγω έξω να με χτυπήσει το αεράκι.
Ο καιρός δεν ήταν άσχημος...είχε μια πρωινή συννεφιά αλλά ήταν δροσιστική και ωραία.Το θέμα ήταν οτι είχε και μια πρωινή φουσκοθαλασσιά που είναι ότι χειρότερο!
Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα λοιπόν που είχαμε αφήσει το λιμάνι και ήδη αυτό το ανεβοκατεύασμα είχε αρχίσει να με πειράζει...Ύπουλη η φουσκοθαλασσιά...το χειρότερο, το χειρότερο λέμε!
Μπορεί να είχε περάσει και κανα μισάωρο που είχαμε ξεκινήσει, ίσως και ώρα δε θυμάμαι, κι εγώ άρχισα να αδειάζω το στομάχι μου.Γεννημένη θαλασσόλυκος,αμέ!
Τέλοσπάντων, μέχρι να φτάσουμε στο Σούνιο θα είχε περάσει κανα τρίωρο, που εμένα μου φαινόταν δεκάωρο, και εν τω μεταξύ είχα βγάλει τα σωθικά μου.Φτάνοντας στο Σούνιο λοιπόν είπαμε να σταματήσουμε σε έναν κολπίσκο μέχρι να ηρεμήσω και μετά θα συνεχίζαμε.Αλλά αφού ήταν φουσκοθαλασσιά ούτε ο κολπίσκος δε μας έσωζε απο το γλυκό κούνημα της θάλασσας και εγώ είχα φτάσει σε ένα σημείο να λέω οτι θα πεθάνω αν δεν πατήσω στέρεο έδαφος σύντομα (υπερβολική όπως πάντα αλλά έτσι ένιωθα!).Παρά τα παρακάλια της παρέας και τις χίλιες δυό τρομέρες προτάσεις που είχε ο καθένας για την αντιμετώπιση του προβλήματος μου, εγώ ανένδοτη επέμενα να με βγάλουν στη στεριά και να συνεχίσουν χωρίς εμένα.Στεναχωριόμουν βέβαια, αλλά δεν προλάβαινα και πολύ να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή μιας και ένιωθα άρρωστη και το να βγω στην ξηρά ήταν πλέον θέμα ζωτικής σημασίας!
Με τα πολλά λοιπόν ο Μ. και ο Π. κατεβάσαν το μικρό φουσκωτό και αφού κατάφεραν να βάλουν μπροστά τη μηχανή, με βάλαν κι εμένα μέσα και με βγάλαν στην ξηρά.Όλε!
Αφού κάτσαμε λιγάκι στην παραλία που είχαμε βγει μέχρι να συνέλθω κάπως, επέστρεψαν οι άλλοι στο σκάφος για να συνεχίσουνε κι εγώ άρχισα να ανηφορίζω προς το ναο του Ποσειδώνα.
Η μέρα εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να γίνεται όλο και καλύτερη και ο ήλιος έλαμπε πλεόν στον ουρανό.
Όταν έφτασα πάνω είδα οτι μόλις είχε φύγει ένα ΚΤΕΛ και το επόμενο ήταν μετά απο μισή ώρα.Βέβαια επειδή ακόμη όλα γυρνάγανε και κουνιόντουσαν, μαζί και το στομάχι μου, σκέφτηκα οτι το ΚΤΕΛ δεν θα ήταν και ότι καλύτερο για την περίπτωση μου...
Έτσι λοιπόν έκατσα στα σκαλάκια στον ήλιο μέχρι να μειωθεί το κούνημα στο κεφάλι μου και να μπορέσω κάπως να σκεφτώ.
Τελικά με μια αναλαμπή αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τον αδερφό μου να έρθει να με μαζέψει με τη μηχανή, που δεν υπάρχει περίπτωση να ζαλιστώ, και να με πάει σπίτι του μιας και μένει έξω απο την Αθήνα και θα έπερνε λιγότερη ώρα απο το να φτάσω μέχρι το κέντρο.
Ως δια μαγείας σήκωσε το τηλέφωνο, αν και Σάββατο 9 η ώρα το πρωί, και μου είπε μες τον ύπνο του ότι είναι κάπου στο κέντρο αλλά οτι θα έρθει και να περιμένω καμιά ωρίτσα.
Πήγα λοιπόν κι εγώ και την άραξα στα βραχάκια απέναντι απο τον ναό και χάζευα το πέλαγος να απλώνεται απο κάτω μου....Πανέμορφα ήταν.Μια ηρεμία, μια γαλήνη και σταματημένος ο χρόνος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.Μ’αρέσει το Σούνιο, έχει ωραία ενέργεια ο τόπος εκεί πέραΈτσι όπως είχα και ελλειπή επαφή με την πραγματικότητα μετά απο ανύπαρκτο σχεδόν ύπνο και την πρωινή ταλαιπωρία, ήταν ακόμα καλύτερα όλα.Σαν ψευδαίσθηση...λαλαλααα....!
Καθόμουν και παρακολουθούσα τα καραβάκια να βολτάρουν και τους φίλους μου να απομακρύνονται προς τη Τζιά.Φυσικά η θάλασσα πλέον είχε ηρεμίσει και ήταν λάδι!Ένα όνειρο!
Τελικά ήρθε κι ο αδερφός και κάτσαμε κατευθείαν στο φοβερό πανάκριβο τουριστο-καφέ που είναι πριν την είσοδο στο ναο, γιατί μου εκμυστηρεύθηκε οτι είχε κοιμηθεί ελάχιστα και απο θαύμα άκουσε το τηλέφωνο και με το ζόρι κρατούσε ανοιχτά τα μάτια για να οδηγήσει μέχρι το Σούνιο.Εμένα απο την άλλη δεν μου είχαν απομείνει καθόλου δυνάμεις και η γη συνέχιζε να κουνιέται.Έτσι έφαγα κάτι φρουτάκια με πολύ αργούς ρυθμούς για να ανακτήσω κάπως τις δυνάμεις μου και ο αδερφός χτύπησε έναν υπέρδιπλο εσπρέσο και μετά απο αρκετή ώρα σηκωθήκαμε να πάμε προς το σπίτι του.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα ήμουν σαν άρρωστη και κουνούσε για κανά διήμερο ακόμα....Εκτός αυτού δεν πήγα ποτέ στη Τζια και όποιος με έβλεπε μου έλεγε ”που’σαι ρε θαλασσόλυκε!” και μετά ξεκαρδίζονταν στα γέλια....